μοιχοζεύκτης

μοιχοζεύκτης
μοιχοζεύκτης, ὁ (Μ)
(για τον ιερέα που συνέζευξε σε παράνομο τέταρτο γάμο τον αυτοκράτορα τού Βυζαντίου Κωνσταντίνο ΣΤ' με τη Ζωή) αυτός που τελεί γάμο μεταξύ μοιχών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + ζεύκτης < ζεύγνυμι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μοιχοζευξία — μοιχοζευξία, η (Μ) [μοιχοζεύκτης] (για τον γάμο τού μοιχού βασιλιά Κωνσταντίνου ΣΤ με τη Ζωή) γάμος μεταξύ δύο μοιχών …   Dictionary of Greek

  • μοιχοζευκτικός — μοιχοζευκτικός, ή, όν (Μ) [μοιχοζεύκτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μοιχοζεύκτη («μοιχοζευκτικὴ ἐπικύρωσις», Θεόδ. Στουδ.) …   Dictionary of Greek

  • μοιχός — ο (ΑΜ μοιχός) αυτός που διαπράττει μοιχεία μσν. 1. αυτός που συνευρίσκεται με κοπέλα μικρής ηλικίας, διαφθορέας 2. αυτός που παραποιεί, που διαστρέφει κάτι μσν. αρχ. (για αρσενοκοιτία) εραστής, επιβήτορας αρχ. 1. αυτός που λατρεύει τα είδωλα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”