- μοιχοζεύκτης
- μοιχοζεύκτης, ὁ (Μ)(για τον ιερέα που συνέζευξε σε παράνομο τέταρτο γάμο τον αυτοκράτορα τού Βυζαντίου Κωνσταντίνο ΣΤ' με τη Ζωή) αυτός που τελεί γάμο μεταξύ μοιχών.[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + ζεύκτης < ζεύγνυμι].
Dictionary of Greek. 2013.